- σκολιοπόρος
- σκολῐο-πόρος, ον,A with winding passages,
ὦτα S.E.P.1.126
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὦτα S.E.P.1.126
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολιοπόρος — ον, Α αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός, στρεβλός» + πόρος] … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
σκολιοπορία — ἡ, Μ [σκολιοπόρος] λοξή κατεύθυνση, λοξοδρόμηση … Dictionary of Greek